- εὐφόρῳ
- εὔφοροςwellmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευφορώ — εὐφορῶ, έω (Α) [εύφορος] 1. είμαι ή γίνομαι εύφορος, γόνιμος («ἀνθρώπου τινός πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα», ΚΔ) 2. (για πλοίο) ευπλοώ, είμαι καλοτάξιδος, κάνω καλό ταξίδι («εἴ τις ὁλκάδα τριάρμενον... εὐφοροῡσαν τε καὶ ἀκροκυματοῡσαν», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
ευδιαφορώ — εὐδιαφορῶ, έω (Μ) ευφορώ, γεννώ εύκολα («αἱ κριθαί... κατὰ τὴν γέννησιν εὐδιαφορεῑν ποιοῡσι τὸ ζῷον», Γεωπ.) … Dictionary of Greek